σωληνώδης

σωληνώδης
-ες / σωληνώδης, -ῶδες, ΝΜΑ [σωλήν, -ῆνος]
σωληνοειδής*
νεοελλ.
φρ. «σωληνώδες φύσημα»
ιατρ. είδος βρογχικής αναπνοής, κατά το οποίο ο αέρας δεν εισέρχεται στις κυψελίδες, λόγω εκτεταμένης πύκνωσης τών πνευμόνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σωληνώδεις — σωληνώδης masc/fem acc pl σωληνώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • σωληνικός — ή, όν Μ [σωλήν, ῆνος] σωληνωτός, σωληνώδης («λέβης σωληνικός», παπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”